ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑΝΕ
Κι αν δεν σε ξαναδώ
πού πάνε οι μέρες που περνάνε;
Τα αερόστατα της μνήμης;
Το μικρό εκείνο πετραδάκι
που ήταν κάποτε νησί μας;
Και εκείνη η φωλιά
που μέσα της είχε τις πατημασιές μας
τα βαθουλώματα απ’ τα σώματα μας
και άλλη δεν θα υπάρξει ακριβώς η ίδια
που όσο κι αν δεν κατάφερε να μας κρατήσει
γιατί παχύναμε πολύ
παχαίναμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε
και μια μέρα λυγήσαν τα κλαδιά
και ακούστηκε το κρακ
Εκείνη η φωλιά
ήταν η δική μας
Κι αν δεν σε ξαναδώ
τα χελιδόνια πού να ‘χουν πάει τώρα;
Σε ποια χώρα;
Και τι να κάνουν;
Και πώς να κοιμούνται;
Και τι να τρώνε αργά τα βράδια;
Πότε να έχει ήλιο να βγαίνουν να λιαστούν;
Και πότε να βρέχει να μένουν μόνα τους κρυμμένα;
Κι όποτε βρέχει
[που ελπίζω να μη βρέχει συχνά]
κάτω από ποιο σκέπαστρο κουρνιάζουν;
Κι αν δεν σε ξαναδώ
οι χροιές πού θα ηχούν τώρα;
Σε ποια σπηλιά του κρανίου;
Κι αν αλλοιωθούν
Ποιο τόνο θα πάρουν στη φαντασία;
Κι όταν μόνος σου τα βράδια μένεις
και τα παιχνίδια που μπροστά σου βάζεις
δεν κουνιούνται τόσο
για να σε κάνουν να ξεχνάς πού πάνε όλα
Γύρνα τις παλάμες σου να τις κοιτάς
να βλέπεις όλα όσα άγγιξαν επίτηδες και κατά λάθος
κι ας σε κοιτούν αυτές πίσω μουδιασμένες
κι ας έχουν ξεμείνει με απορία
να αναρωτιούνται
πού πάνε όλα
Κι ας αφήσεις έστω μια σκέψη
που θα σου θυμίζει κάτι
Πανί που θα γυαλίζει την αξία
όσων δεν γνωρίζεις πού πάνε τώρα
αν δεν σε ξαναδώ
*
Comments
Post a Comment