SIRENS


Tα καλοκαιρινά κορίτσια.
Του Ήλιου τα καμάρια.
Κανείς δεν ξέρει πώς τα λένε.
Κι αν όνομα έχουν.

Μάνα τους η Θάλασσα.
Στην μόνη που ακούνε.
Τα φωνάζει κάθε μεσημέρι.
Στην αγκαλιά της επιστρέφουν.
Υπάκουα.
Σαν καλά κορίτσια.

Πατέρας τους ο Ήλιος.
Αυτός τους δείχνει τον δρόμο στον ορίζοντα.
Αυτός τους έμαθε το μυστικό της χρυσής τομής
για να ζωγραφίζουν με τα δάχτυλά τους
πάνω στο σώμα σου στα πιο αρμονικά σημεία.
Σε εκείνα που σε κάνουν να γελάς.
Να δακρύζεις για μια στιγμή.
Με ένα βογγητό
να βγάζεις απ’ το στόμα την φθαρτή ζωή σου
ξεχνώντας την για λίγο.

Ο πατέρας τους.
Αυτός τους τα μαθαίνει αυτά.
Αυτός τις φωτίζει με το στέμμα του.
Τις ομορφαίνει.
Χρυσές κορασίδες του τις έχει.
Αυτός έμαθε σε τούτα τα καμάρια του
να στέκονται ορθές
με κορμοστασιά ρωμαλέα
με μάτια κλειστά και ψυχή ανοιχτή
μπροστά σε ό,τι είναι να ‘ρθεί.
Σε ό,τι τους φέρει η Θάλασσα μάνα
με τα κύματα και την παλίρροιά της.
Χαμαιλέοντες του βράχου τα κορίτσια αυτά.
Ερπετά της ξέρας.
Ξέρουν να ακούνε σε δονήσεις.

Με πατέρα λαμπρό και μάνα ατρόμητη
τί να φοβηθούν;
Τί να φοβηθούν
αυτά τα πλάσματα πέρα απ’ τη στιγμή
που θα δουν από μακριά τον Οδυσσέα να ‘ρχεται;
Αυτή τη φοβερή στιγμή.
Που θα τον βλέπουν να πλησιάζει με το καράβι της γραμμής.
Τη στιγμή που η κόρνα θα ηχήσει δυνατά μες τα αυτιά τους
σαν σάλπιγγα θανάτου.
Και μια φωνή από μεγάφωνο
θα ανακοινώνει στα Ανθρώπινα:
«Προσοχή παρακαλώ όλοι οι επιβάτες με προορισμό…».

Κι αυτές
Αφροδίτες του αλμυρού νερού.
Αέρινα ντυμένες.
Με σφένδαμο λουσμένες.
Ωραίες.
Έτοιμες.
Σαν νύμφες περιμένουν.
Με μάτια ορθάνοιχτα και μάγουλα να καίνε.
Όχι από Ήλιο αυτή τη φορά
αλλά από χτυποκάρδι.
Περιμένουν να αντικρίσουν
την πιο μεγάλη αγωνία να αποβιβάζεται.
Περιμένουν τη στιγμή
μετά την πρώτη σιωπή
και τη σφιχτή αγκαλιά της αντάμωσης.
Τη στιγμή που θα χρειαστεί
να πουν τα πρώτα Ανθρώπινα για πρώτη φορά.
Να ψελλίσουν σαν μωρά τα πρώτα τους λόγια.
Τη τρέμουν αυτή τη στιγμή.
Τη τρέμουν σαν τον διάολο.
Μη και καταλάβει αυτός.
Ο Οδυσσέας.
Μη και καταλάβει
ότι δεν είναι ανθρώπινες.
Μη και δει την ουρά τους να διαγράφεται
μέσα απ΄ το μακρύ φουστάνι.
Πρέπει να την κρύβουν καλά την ουρά τους.
Έτσι τους έμαθε η μάνα.
Να την κρύβουν καλά απ’ τους ανθρώπους.
Την άκουγαν τη μάνα.
Την άκουγαν από μικρές.
‘Όλο να τους λέει
«Θα ‘ρθει μια μέρα κάποιος Οδυσσέας κόρες μου.
Θα ‘ρθει αυτός ο άνθρωπος.
Και θα προσπαθήσει να καταλάβει».
Έμαθαν να πρέπει να τον ξεγελούν.
Δεν το ‘ξεραν να το κάνουν.
Δεν το ‘χαν ξανακάνει.
Δεν χρειαζόταν στον τόπο τους.
Στον τόπο τους
δεν μάθαιναν ξένες γλώσσες
πέρα απ’ αυτή του σώματος και της καρδιάς.

Αυτά τα κορίτσια
με τη χρυσαφένια πάχνη στο δέρμα
που ριγεί με τον αέρα.
Μυθικά πλάσματα.
Ερωτεύσιμα και ερωτευμένα.
Δεν ξέρουν να μιλούν λογικά.
Να περιμένουν για να μιλήσουν.
Να περιμένουν.
Να μιλούν με κανόνες.
Δεν έχουν συντακτικό.
Ούτε γραμματική.

Κάθε φορά που προσπαθούσαν
να μιλήσουν τα Ανθρώπινα
τα λογικά τα λόγια
δεν ήξεραν πώς να πουν λίγα και να εννοούν πολλά.
Δεν ήξεραν να χρησιμοποιούν τις λέξεις.
Δεν ήξεραν πόσο επικίνδυνες είναι.
Πόση ευθύνη κουβαλούν.
Πώς να τις χρησιμοποιούν υπεύθυνα και με συνοχή.
Δεν ήξεραν να γίνονται σαφείς.
Να γίνονται συγκεκριμένες.
Να ξεκινούν με κεφαλαίο και να τελειώνουν με τελεία.
Δεν τελείωναν με τελεία αυτά τα πλάσματα.
Κι οτι η ανθρώπινη γλώσσα σπάει κόκκαλα
δεν το ‘ξεραν.
Οτι λέει ψέματα
δεν το ‘ξεραν.
Στη γλώσσα τους
η γλώσσα δεν λέει ποτέ ψέματα.
Στη γλώσσα τους
η γλώσσα γλείφει.
Γεύεται δέρμα.
Αγκαλιάζει και αγκαλιάζεται.
Παίζει παιχνίδια χωρίς λέξεις.
Παιχνίδια ζουμερά.
Υγρά.
Σαν κι αυτά των κυμάτων.
Με σχήματα που αλλάζουν διαρκώς.
Με φόρμες που μπαίνουν η μία στην άλλη.
Αυτά τα πλάσματα
με τη γλώσσα τους
πλάθουν αυτοσχεδιασμούς
στη γλώσσα τους.
Αυτοσχεδιασμούς τρισδιάστατους.
Χωρίς αρχή μέση και τέλος.
Χωρίς να χρειάζονται ρήμα
για να φτιάξουν προτάσεις να εννοήσουν.
Ποτέ δεν εννοούν.
Είναι ανόητα αυτά τα πλάσματα.
Κι αυτό εξοργίζει τους ανθρώπους.
Γιατί προσπαθούν να καταλάβουν.
Δεν είναι για να τα καταλάβεις αυτά τα κορίτσια.
Δεν έχουν λογική.

Αυτά τα πλάσματα
βγάζουν ήχους και ανάσες.
Τα λένε μπερδεμένα.
Και στην προσπάθεια τους να τα πουν Ανθρώπινα
αρθρώνουν άγαρμπα κάτι σαν λέξεις
μπλέκοντας τη σειρά.
Καταλήγουν σε λεκτικές κτηνωδίες.
Και ξαφνικά το αρμονικό τραγούδι της δικής τους γλώσσας
γίνεται παράφωνο.
Και βγάζουν κραυγές άναρθρες.
Και σκούζουν χειρότερα κι από ύαινες.
Κι από σειρήνες γίνονται ξαφνικά
πουλιά σαρκοφάγα στα μάτια σου.
Χάνουν το σχήμα τους.
Τη μορφή τους.
Γίνονται άσχημα.
Τερατοειδή υβρίδια.
Και αρχίζουν και κλαίνε κλάμα που δεν αντέχεις.

Και η αγωνία τους όλο και μεγαλώνει
καθώς δεν καταλαβαίνουν ούτε τα ίδια τί λένε.
Γιατί τα λένε.
Γιατί προσπαθούν να πουν στα ξένα
αυτό που θέλουν να πουν στη δική τους γλώσσα
και δεν το λένε.
Λάθος τους.
Λάθος που προσπάθησαν να μιλήσουν
δικά τους λόγια σε άλλη γλώσσα.
Κι όσες φορές το ‘καναν
να ξέρεις
ήταν για να ‘ρθουν κοντά σου.
Γιατί φοβήθηκαν ότι δεν θα καταλάβεις πάλι.
Οτι θα κουραστείς να προσπαθείς
να βγάλεις νόημα απ’ αυτά τα ανόητα κορίτσια.
Θα κουραστείς και θα θυμώσεις πάλι.
Και θα φύγεις.
Αυτό φοβούνται.
Μη και θυμώσεις πάλι και φύγεις.
Και δεν ξαναγυρίσεις.
Όπως δεν ξαναγύρισε ο Οδυσσέας.
Μη και σε κοιτάξουν απ’ το βράχο τους
να παίρνεις το καράβι της γραμμής πάλι.
Να φεύγεις κι εσύ όπως ο Οδυσσέας.
Μη και μείνουν μόνα
να τραγουδούν ανόητα τραγούδια
στη δική τους γλώσσα πάλι.

*

Comments

Popular Posts