ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ


Το δωμάτιο λευκό.
Κενό.
Όπως πρώτα.

Κατέβασα όλα τα κάδρα
που από καιρό δεν κοιτούσα.
Όλα δηλαδή.
Λες και δεν υπήρχαν.
Ούτως ή άλλως δεν τα έβλεπα ποτέ.
Σαν να μην υπήρχαν.

Το δωμάτιο λευκό.
Κενό.
Όπως πρώτα.

Αν μπορούσα θα έμενα
με μία καρέκλα.
Κι ένα στρώμα.
Κι έναν καναπέ.
Και τίποτα άλλο.
Αν μπορούσα θα τα κατέβαζα όλα κάτω.
Στο πεζοδρόμιο.
Να τα πάρουν άλλοι.
Αυτοί που θα τα βλέπουν.

Να γίνουν όλα
όπως πρώτα.
Λευκά.
Από την αρχή.

Τις μέρες αυτές κατάλαβα
γιατί οι άνθρωποι ανάβουν κεριά στο σπίτι τους.
Όσοι τα ανάβουν και το εννοούν δηλαδή.
Κατάλαβα ότι ζητούν από κάτι ιερό να τους κάνει παρέα.
Να τους προσέχει.
Τις ώρες τις μόνες.
Τις μοναχικές.

Δεν στο ‘πα
αλλά χθες το απόγευμα
σου έστειλα λουλούδια.
Δεν θα το περίμενες.
Δεν ξέρω αν θα τα δεχτείς ποτέ.
Εγώ στα έστειλα.
Ήθελα να δεις κάτι όμορφο.
Να δεις λίγη ομορφιά
μες την τόση ασχήμια
που υπάρχει εκεί έξω αυτόν τον καιρό.
Να δεις φως.
Και μέλισσες.
Και μυρμήγκια.
Και μια χελώνα.
Δεν θυμάμαι αν στο είχα πει.
Οι χελώνες είναι το αγαπημένο μου ζώο.
Οι χελώνες και οι πασχαλίτσες.
Δεν θυμάμαι αν πρόλαβες να το μάθεις.
Γι’ αυτό ήθελα να στο πω.
Με τα λουλούδια που σου έστειλα.
Που εύχομαι να δεχτείς.
Μες την τόση ασχήμια
ήθελα να δεις κάτι όμορφο.
Να χαρούν τα μάτια σου.
Να φανταστείς μυρωδιές.
Και να σε φανταστώ να χαμογελάς.
Αυτό ήθελα.
Να χαμογελάσεις.
Γι’ αυτό στα έστειλα.
Τα λουλούδια.
Να δεις χρώματα και υφές και σχήματα.
Να γεμίσει η φαντασία σου
όπως κάναμε μικροί.
Να ευχαριστηθείς.
Αυτό ήθελα.

Οι τοίχοι λευκοί.
Κενοί.
Όπως πρώτα.

Έξω απ’ το μίνι μάρκετ
είδα μια γιαγιούλα
με κυρτωμένη πλάτη.
Απ’ αυτές που δεν ξανα ισιώνουν.
Σκέφτηκα πως πλέον ο ουρανός της
είναι στα πόδια της.
Είναι ο δρόμος.
Σκέφτηκα πώς είναι άραγε
να έχεις για ουρανό τον δρόμο.
Σκέφτηκα ότι θα κοντοστεκόσουν σε αυτή τη σκέψη.
Αυτή η γυναίκα παίρνει κουράγιο
απ’ τα πόδια της.
Και πώς είναι να παίρνεις κουράγιο
απ’ τα πόδια σου;
Σκέφτηκα.
Αυτά που σε κουβαλούν
όλα αυτά τα χρόνια.
Πώς είναι να μην μπορέσεις
ποτέ ξανά
να κοιτάξεις ψηλά
και ποια να’ ναι άραγε τα αστέρια του δρόμου;
Σκέφτηκα.
Και ποιος ο ήλιος;
Και ποιο το ηλιοβασίλεμα;
Και μετά
σκέφτηκα
κάτι πιο παρήγορο.
Σκέφτηκα
οτι τουλάχιστον
θα έχει ανακαλύψει πολλά
απ’ αυτά που εμείς δεν ξέρουμε ακόμα
βλέποντας την ζωή της να περνάει ανάμεσα απ’ τα πόδια της.
Σκέφτηκα
οτι τουλάχιστον μπορεί να μην σκοντάφτει πια
όπως κάνουμε εμείς.
Της το εύχομαι.
Και σε αυτό ελπίζω
όταν φτάσει η ώρα να κοιτάξουμε
κι εμείς τον ουρανό κάτω.
Σε αυτό ελπίζω.
Να εκτιμήσουμε τα βήματα μας.
Όλα όσα κάναμε σε αυτή τη ζωή.
Κι όλα όσα θα μας μένουν
όσο ακόμα θα στεκόμαστε στα δυο μας πόδια.
Μεγάλο πράγμα.
Μεγάλο πράγμα αυτά τα δυο μας πόδια.
Να ‘ναι καλά.
Να μας βαστάνε.
Να βαστάνε τα όσα κουβαλάμε.
Τα όσα θα κουβαλήσουμε ακόμα.
Και να προχωράνε.
Να προχωράνε μπροστά.
Ιερά αυτά τα δυο μας πόδια.
Να ΄ναι καλά.
Προσεύχομαι γι’ αυτά
τα δυο ποδάρια.
Και τα δικά της.
Και τα δικά μας.

Σήμερα είδα και κάτι άλλο.
Είδα στο κέντρο της Αθήνας
σε έναν κήπο
μπροστά στον δρόμο
μια βουκαμβίλια
σκαρφαλωμένη ολόκληρη
πάνω σε ένα κυπαρίσσι.
Μια βουκαμβίλια κατακόκκινη.
Να την έβλεπες.
Ήταν τόσο όμορφη.
Τόσο χαρούμενη.
Είχα καιρό να δω τόση χαρά.
Αγκάλιαζε το κυπαρίσσι.
Ένα κυπαρίσσι στητό.
Περήφανο.
Κατάφεραν να μεγαλώσουν μαζί.
Τόσο γλυκά.
Αβίαστα.
Θαυματουργά.
Χωρίς να πνίξει το ένα το άλλο.
Ήταν απ’ αυτές τις περιπτώσεις
που ακούς
για γάτες και σκύλους
που έχουν μεγαλώσει μαζί
και αγαπιούνται.
Αρμονικά.
Μπερδεμένα.
Όμορφα μπερδεμένα.
Μόνο η φύση ξέρει να τα κάνει αυτά.
Να δίνει λύσεις.
Για αυτά τα όμορφα και μπερδεμένα.
Για αυτά τα ανόμοια.
Τα άλλου είδους.
Μόνο η φύση ξέρει
να λέει την αλήθεια.
Την μία και μοναδική.
Αυτή που δεν αντέχουμε.

(Θα δεχτείς τα λουλούδια μου άραγε;)

Οι τοίχοι λευκοί.
Κενοί.
Όπως πρώτα.

Άραγε
πώς είναι
να κοιτάμε
κάτω τον ουρανό;

*



Comments

Popular Posts