ΜΙΑ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Η απόσταση μας
απ’ το κέντρο της γης
είναι αυτή που δεν θα μάθουμε ποτέ
έτσι ώστε να είναι όση θέλουμε να φανταζόμαστε.
Ευτυχώς δεν μας τη λένε
για να μπορούμε να αντέχουμε.
*
Θεέ μου.
Σου γράφω με το αριστερό.
Όπως πάντα κάνω όταν γράφω σε σένα.
Η μαμά μου
μου ΄λεγε
οτι το κέντρο της γης
είναι μια τρυπούλα τόση δα
όση ο αφαλός μας.
Κι η απόσταση μας απ’ αυτή
την τόση δα τρυπούλα
είναι όση θέλουμε να φανταζόμαστε.
«Γιατί δεν μας τη λένε;»
Ρωτούσα τη μαμά.
«Για να μπορούμε να αντέχουμε»
Έλεγε εκείνη.
«Για να μας φαντάζει δυο βήματα μακριά»
και με τον δείκτη της έκανε ένα σάλτο
απ’ τον αφαλό μέχρι τη μύτη μου.
Η μαμά μου
μου ‘λεγε
ότι έχεις κι ένα εκκλησάκι πάνω στη μύτη μου
για να βρίσκεσαι εκεί
να με φυλάς ό,τι και να γίνει.
Κάθε βράδυ
έκανε ένα κύκλο με τα δυο της δάχτυλα γύρω απ’ το πρόσωπό μου
και έφτανε σε σένα.
Άναβε το κεράκι της
και με έβαζε για ύπνο.
Έτσι με σταύρωνε η μαμά μου.
Κυκλικά.
Έτσι με έμαθε και μένα να κάνω τον σταυρό μου.
Στρογγυλό.
Σαν τον δικό της.
Και κάθε βράδυ
κάναμε προσευχή μαζί
πριν κοιμηθούμε.
Κι όταν είδα για πρώτη φορά τα εκκλησάκια σου
σε βουνά και βράχια
Κατάλαβα γιατί έμαθα να κάνω τον σταυρό μου στρογγυλό.
Σαν τον δικό της.
Κατάλαβα κι οτι είσαι πάνω στις μύτες μας για να μας κοιτάς από ψηλά.
Να μας προσέχεις.
Για να λες πρώτος
τί θα γίνει.
Αν θα βρέξει.
Αν θα χιονίσει.
Αν λιακάδα θα ΄χει.
Εγώ το καταλάβαινα πότε έβλεπες λιακάδα.
Και πότε βροχή.
Και πότε την παγωνιά να ‘ρχεται.
Το καταλάβαινα.
Απ΄ το μπλε και το λευκό σου.
Όταν το μπλε σου
πιο μπλε κι απ’ τ’ ουρανού γίνεται
και το λευκό σου
πιο λευκό κι απ’ του ασβέστη
χαμογελάς.
Κι όταν το μπλε σου
σκούρο σαν εκεί που δεν πατώνω
και το λευκό σου
σταχτί σαν βρώμικος αρμός
κλαις.
Μη κλαις Θεούλη μου
σε παρακαλώ.
Μη κλαις.
Γιατί όταν κλαις
το καλοκαίρι αργεί.
Και πότε θα ξαναδούν οι άνθρωποι την θάλασσα;
Πότε θα ξαναφιλήσουν ηλιοκαμένους ώμους;
Και μαυρισμένες πλάτες;
Και κοιλιές;
Και ροδοκόκκινες μύτες;
Πότε θα χορέψουν;
Βουτιές και μακροβούτια πότε θα κάνουν;
Πότε θα αρχίσουν να μετρούν παγωτά;
Και μπάνια;
Και βραδινά μπάνια;
Πότε θα περπατήσουν ξυπόλητοι;
Πότε θα κοιμηθούν με παράθυρα ανοιχτά;
Πότε θα φάνε το πρώτο τους ροδάκινο;
Το πρώτο τους καρπούζι;
Θερινά σινεμά πότε θα πάνε;
Και γιασεμιά πότε θα μυρίσουνε Θεούλη μου;
Στα νησάκια πότε θα ταξιδέψουν να ρθουν να σε βρουν;
Να δουν το μπλε και το λευκό σου;
Να μυρίσουνε θυμάρι;
Να κάνουν τον σταυρό τους.
Να δουν Αυγουστιάτικη πανσέληνο;
Να ξανακάνουν τον σταυρό τους.
Πότε θα φάνε πατάτες τηγανιτές
με κολλημένη άμμο στα πόδια
και αλάτι στα μαλλιά;
Κι οι εραστές;
Πότε θα ανταμώσουνε Θεούλη μου οι εραστές
αν αργήσει να κάνει καλοκαίρι;
Οι εραστές δεν κρατιούνται.
Και πώς να τους το πεις;
Πώς να τους πεις να περιμένουν;
Ακούς Θεούλη μου;
Μη κλαις Θεούλη μου.
Σε παρακαλώ.
Μη κλαις.
Γιατί όταν κλαις
κι οι άνθρωποι κλαίνε.
Όταν κλαις
γεμίζουν όλα νερό.
Και οι άνθρωποι
ξαναβάζουν το παλτό τους.
Και κρύβονται κάτω απ’ τις ομπρέλες τους.
Και βρέχονται οι κάλτσες τους.
Και ανεβάζουν πυρετό.
Και κλείνονται στα σπίτια τους.
Και δεν πλησιάζουν.
Και δεν αγκαλιάζουν.
Και δεν φιλούν.
Και έχει κίνηση στους δρόμους.
Και ακούγονται όλο κόρνες.
Και οι άνθρωποι θυμώνουν.
Και δεν αναπνέουν.
Και προσπαθούν να προλάβουν.
Όλο να προλάβουν.
Και δεν έχουν χρόνο.
Και δεν έχουν όρεξη να παίξουν.
Δεν παίζουν οι άνθρωποι όταν κλαις.
Χαμόγελα δεν σκάνε.
Ούτε γέλια ακούγονται.
Όταν κλαις οι άνθρωποι είναι λυπημένοι.
Και ξεχνούν.
Ξεχνούν πώς νιώθουν όταν τους χαμογελάς.
Ξεχνούν να αγαπούν και να αγαπιούνται.
Ξεχνούν ότι σε έχουν στην κορυφή της μύτης τους κι αυτοί.
Στο πρόσωπό τους πάνω.
Και σου μιλούν άσχημα.
Και δεν σε πιστεύουν.
Δεν θέλω να σου μιλούν άσχημα Θεούλη μου.
Δεν θέλω να μην σε πιστεύουν.
Γιατί όταν δεν σε πιστεύουν οι άνθρωποι
δεν γίνονται πια μαγικά.
Κι όταν δεν γίνονται μαγικά Θεέ μου
οι άνθρωποι πιστεύουν στο τίποτα.
Κι αν το τίποτα μπει στη καρδιά τους
δεν ανοίγουν ξανά οι αγκαλιές.
Δεν μυρίζουν τα λουλούδια.
Κι αν δεν μυρίσουν ξανά τα λουλούδια Θεέ μου
αλίμονο.
Αλίμονο μας.
Τότε είναι Θεέ μου που οι άνθρωποι θα σταματήσουν να ερωτεύονται.
Κι αν δεν ερωτεύονται οι άνθρωποι
Θεούλη μου
Θεέ μου
αν δεν ερωτεύονται
πεθαίνουν.
Πεθαίνουν Θεούλη μου.
Ακούς;
Και Θεέ μου δεν θέλω να πεθάνουν οι άνθρωποι.
Καθόλου δεν θέλω.
Γιατί όταν πεθαίνουν δεν τους ξαναβλέπεις.
Έρχονται σε σένα εκεί ψηλά στα εκκλησάκια σου.
Και δεν ξανακατεβαίνουν ποτέ.
Γι’ αυτό σε παρακαλώ
μη μου πεις ποτέ πόση είναι η απόστασή μας ως τα εκκλησάκια σου.
Θέλω να φαντάζει δυο βήματα μακριά.
Όση απ’τον αφαλό μέχρι τη μύτη μου.
Και σε παρακαλώ Θεέ μου
μη την πεις ούτε σ΄αυτούς που είναι ήδη εκεί μαζί σου.
Για να μπορούν όπως κι εμείς να αντέχουν.
Και να τους προσέχεις ναι Θεούλη μου;
Να χαμογελάς και γι’ αυτούς
όπως κάνεις για μας.
Ακούς Θεούλη μου;
Γι΄ αυτό
σε παρακαλώ
μη ξανακλάψεις για καιρό.
Κι εγώ όταν γελώ
και ζαρώνει η μύτη μου
είναι για να σου στέλνω τη χαρά μου.
Να χαρείς κι εσύ Θεούλη μου.
Και σου το ορκίζομαι
θα κλείνω τα μάτια και θα γελώ.
Θα γελώ πολύ.
Όσο πιο πολύ μπορώ.
Κι ας πονέσουν τα μάγουλά μου.
Κι ας αρχίσουν να κλαίνε τα μάτια μου.
Κι ας πονέσει κι η κοιλιά μου.
Κι ας μη μπορώ να πάρω ανάσα.
Σου το ορκίζομαι.
Θα γελώ.
Θα γελώ μέχρι να χαμογελάσεις ξανά
και να πεις νέα καλά.
Μέχρι τα σύννεφα να μη προλάβουν
και να φύγουν.
Να φύγουν μακριά.
Να χαρείς Θεούλη μου.
Να χαρείς.
Και να γελάσεις.
Και να ρθει λιακάδα πάλι.
Να ζεσταθούν οι άνθρωποι.
Να βγουν έξω χαμογελαστοί.
Να βγάλουν το παλτό τους.
Να κάνουν τον σταυρό τους.
Και να σου πουν ευχαριστώ.
Ευχαριστώ Θεέ μου
για τα νέα τα ηλιόλουστα.
Για όλα αυτά σου κάνω τον σταυρό μου.
Αυτόν που έμαθα να κάνω.
Και σου γράφω με το αριστερό.
Όπως πάντα κάνω όταν γράφω σε σένα.
Υ.Γ.
Αν μπορείς.
Σε παρακαλώ.
Αν δεν σου είναι δύσκολο.
Απ΄αύριο το πρωί
χαμογέλασε λιγάκι παραπάνω.
Να κρατηθούν οι νεραντζιές μας λίγο ακόμα ανθισμένες την άνοιξη αυτή.
Αμήν
Comments
Post a Comment