ΚΡΑΥΓΕΣ ΑΠΟ ΕΝΑ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΚΥΨΕΛΗΣ


Κρατώ μια μπάλα από κεράσια
στην δεξιά μου χούφτα.
Θέλω να σφίξω τη γροθιά μου
να βγει αίμα γλυκό και βυσσινί
να κυλίσει μέχρι κάτω
να λερώσει το μπούτι μου
να λερώσει το πάτωμα
να αισθανθώ ότι εγκλημάτησα.
.
Το σώμα ζεστό
μια μέρα του Ιουνίου
σε διαμέρισμα της Κυψέλης
με θόρυβο κάτω στο δρόμο
και το σκουπιδιάρικο να φωνάζει
και γαμοσταυρίδια να εξατμίζονται
σαν αναθυμιάσεις
πάνω απ’ την καυτή άσφαλτο
να δημιουργούν
ένα παχύρευστο στρώμα
από μεγάλο γαμώτο
και μια τεχνητή Nina Simone
να παίζει επίτηδες
κραυγές που θέλει το σώμα να βγάλει
και πουλιά να προσπαθούν
να καλύψουν όλη την βαβούρα
να κουκουλώσουν χυδαιότητα.
Τι να κάνουν κι αυτά;
Προσπαθούν να τραγουδήσουν
τραγούδια που πιθανόν
να μην ακουστούν ολόκληρα
αλλά έστω ένα μέρος
μπας και ανασάνουμε λιγάκι
μέσα απ’ το πηχτό καυσαέριο
της τσιμεντένιας ανθρωπίλας.
Αοιδοί μιας ποίησης
που προσπαθεί να απλωθεί
και να ξεπιαστεί
ανάμεσα από στρυμωγμένες κόρνες
και στραβωμένα πρόσωπα.
Πάλι καλά που υπάρχουν
καρακάξες
και σπουργίτια
και καρδερίνες
που καταθέτουν ψυχή
που δεν το βάζουν κάτω
και συνεχίζουν να ανοίγουν το ράμφος
με εμπάθεια
απέναντι σε ό,τι περνάει το ανθρώπινο είδος.

Το σώμα βαρύ
ξαπλωμένο σε άσπρα σεντόνια
μιας οδού στο κέντρο της Αθήνας.
Η πόλη στραγγαλίζει.
Μπήγει νύχια στον λαιμό
και λυγίζει ακροδάχτυλα.
Για αυτό όλοι ξυπνούν πιασμένοι
και σαν Κουασιμόδοι πηγαίνουν στη δουλίτσα τους.
Κάθε πρωί.
Κάθε μέρα.
Αρκεί δουλίτσα να υπάρχει.
Αρκεί να λέμε δεν πειράζει
για ό,τι πειράζει και παραπειράζει.
Αρκεί δουλίτσα να υπάρχει
και τα πράγματα να γίνονται
και ο καιρός να περνάει
και να περνάει
και να περνάει
και εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα.

Πώς πάει η ζωή
δίχως λαχτάρα;
Ποιος ξέρει;
Ξέρει κανείς να το πει δυνατά;
Αν ξέρει κανείς ας το πει δυνατά
να το ακούσουν και οι υπόλοιποι
να το ακούσουμε κι όλοι εμείς
εμείς που ξεμείναμε και περιμένουμε.
.
Θεέ μου
ας μην πάψουν ποτέ
τα πουλιά να μας συμπονούν.

*



Comments

Popular Posts