ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ


Παιδιά που κάποτε
έτρεχαν σε χωράφια
τα καλοκαιρινά απογεύματα
κι έπαιζαν μπάλα στην αυλή της εκκλησίας
και σκαρφάλωναν πεζούλες
και ρούχα και γόνατα γίνονταν λευκά απ’ τον ασβέστη.
Παιδιά που κάποτε
έπαιζαν κουτσό ανάμεσα σε αρμούς.
Παιδιά χαρούμενα
χαμογελαστά
ξέγνοιαστα
χωρίς βάρος στα πόδια
με παγωτά και χαμόγελα
και «μπαμπά κοίτα»
και «μαμά σ’ αγαπώ».

Τώρα μεγάλωσαν.
Μεγάλωσαν και καπνίζουν
χωρίς να ξέρουν γιατί.
Το χαμόγελο σφήνωσε στα μισά του προσώπου.
Πονάει αν κάνουν να το τεντώσουν.
Το βλέπεις στους ώμους και στα βλέμματα.
Τα βλέφαρα κυρτώνουν
και η πλάτη κλείνει.
Και εκείνη σφήνωσε κάπου στην πορεία.
Μεγάλωσαν εκείνα τα χαρούμενα παιδιά
τα παιδιά που κάποτε
έπιναν με τα μάτια ουρανό
και άνοιγαν τα χέρια κατηφορίζοντας.
Παιδιά πουλιά.
Μεγάλωσαν κι αυτά
και έμαθαν να διαβάζουν την ώρα.
Έγιναν από μικρά μεγάλα.
Μικρομέγαλα.
Με μικρομέγαλα όνειρα.
Τα άλλα
τα μικρά τους όνειρα
έμειναν πίσω.
Πιάστηκαν όπως πιάνονταν οι μπλούζες τους
σε κλαδιά και πόμολα.
Κι έτσι έμαθαν
να απομακρύνονται απ’ το πριν
απ’ το κάποτε
απ’ το μια φορά κι έναν καιρό.

Τώρα οδηγούν αυτοκίνητα.
Βγαίνουν στα καυσαέρια
και κλείνουν παράθυρα.
Φοράνε γυαλιά ηλίου
να μην τα κοιτάει κανείς στα μάτια
και μπορέσει να διακρίνει τη θλίψη.
Γιατί η θλίψη φαίνεται.
Διαγράφει μαύρους κύκλους
και θαμπώνει γυαλάδες
υπνωτίζει βλέμματα
και τα καθίζει δίπλα της να κοιτάνε στο κενό.

Κάποιος κάποτε
τους υποσχέθηκε ένα δεντρόσπιτο
που ποτέ δεν φτιάχτηκε.
Τότε ήταν που θα τους επισκέφτηκε
η θλίψη.
Τους χτύπησε την πόρτα μια μέρα
με τις βαλίτσες της στο χέρι
ζητώντας τους να μείνει
ίσα ίσα για ένα βράδυ.
Την λυπήθηκαν.
Και η μια βραδιά έγιναν πολλές
τόσες πολλές
που έπαψαν να τις μετρούν.
Είχε πει θα μείνει για λίγο
η θλίψη.
Έτσι τους είχε υποσχεθεί.
Ήρθε κι έμεινε τελικά
και την συνήθισαν
χωρίς να πουν ποτέ τίποτα
και τώρα συζούν
σαν κι αυτά τα ζευγάρια που δεν μιλιούνται
αλλά μοιράζονται όλα τα δωμάτια.

Μεγάλωσαν αυτά τα παιδιά
που τα θυμάσαι κάποτε παιδιά.
Και οι φωνές τους βάρυναν.
Ίσα που βγαίνουν
μες απ’ τα δόντια
μέσα απ’ το στόμα το μισάνοιχτο.
Βγαίνουν κουρασμένες
και με δυσκολία απαντούν
σε όποιον τις φώναξε απέξω.
Τώρα τα «κοίτα»
και τα «σ’ αγαπώ»
δεν ακούγονται
δεν λέγονται
ούτε καν ψιθυριστά.

Τα παιδιά που κάποτε ήτανε χαρούμενα
που δεν κουράζονταν ποτέ
που λαχταρούσαν
που γέλαγαν κι έκλαιγαν συχνά
που δεν ήξεραν να κλείνουν μάτια
που έδιναν την καρδιά τους όλη
χωρίς να το σκεφτούν
που τα έκαναν όλα
χωρίς να ξέρουν τι πάει να πει
κίνδυνος
έχουν ξεχάσει
να κάνουν την προσευχή τους
πριν πέσουν για ύπνο.

Κάτι όμως
απ’ την αθωότητα στο βλέμμα
έχει μείνει.
Κι ας μην το βλέπουν
όταν τα ίδια κοιτάζονται στον καθρέφτη.
Κάτι απ’ την υπόσχεση που δεν τηρήθηκε
έχει μείνει ελπίδα
αναμονή
για κάτι που είναι να ‘ρθεί απ’ τα ανοιχτά.

Αυτά τα παιδιά
κάποιος ας τα θυμάται πού και πού
μπας και γυαλίσει ξανά η ματιά τους
και ξανακοιτάξουν πουλιά
και ουρανό
και σύννεφα
και ξαναπούν δυνατά
μια δική τους βραδινή προσευχή.


*





Comments

Popular Posts