ΝΑΥΑΓΟΣΩΣΤΗΣ ΠΑΥΣΕΩΝ
Τον Ναυαγοσώστη Παύσεων
κανείς δεν τον ξέρει.
◼︎
Σε βλέπω.
Κάθεσαι απέναντί μου.
Σε παρατηρώ.
Σε παρατηρώ κάθε φορά
που πας να ανοίξεις το στόμα.
Το χέρι σου μπαλτάς
που κόβει κάθετα και οριζόντια
στο ξύλινο τραπέζι
κυβάκια λέξεων
απ’ το αόρατο κρέας της σκέψης σου.
Κόβει και ξανακόβει
σε τετράγωνα
πιο μικρά
και πιο μικρά
και πιο μικρά
μέχρι να χωρέσουν όλα
στο ποτήρι σου.
Μέχρι να το ανακατέψεις καλά
και να γίνουν όλα ένα κατακάθι
από τζιν και παγάκια και τετράγωνα
καλά τεμαχισμένα
που θα πιείς με την τελευταία γουλιά
να πάνε όλα κάτω
να φτάσουν τακτοποιημένα
στο στομάχι.
Παρατηρώ.
Τα μάτια σου γυάλινοι εκτελεστές.
Τα κοιτώ και πιάνω θερμοκρασία σφαγείου
μέσα απ’ το οποίο ακούω
ουρλιαχτά μιας ιδέας
που μόλις πέρασε απέξω και σε είδε
να τραβάς με τα δόντια
ένα κομμάτι σκέψης που πλανήθηκε
για μια στιγμή
απειθάρχητο στον αέρα
ενώ καθόμαστε και οι τρεις στο ξύλινο τραπέζι.
Εσύ
Εγώ
και
ο Άλλος.
Τον παρατηρώ κι αυτόν.
Τον παρατηρώ να προσπαθεί
διακριτικά να σταθεί
στον χώρο δίπλα από σένα
στον χώρο απέναντί μου.
Μιλάει ήσυχα
με ένα ρήμα
και ένα ουσιαστικό
και μια παύση
που μόλις έβγαλε από την θάλασσα
και ακούμπησε
με συγκινητική προσοχή
πάνω στην μεγάλη ξύλινη επιφάνεια.
Θα μπορούσε να φανταστεί κανείς
πως το έργο του σε αυτή τη ζωή
είναι να σώζει παύσεις.
Να τις βγάζει από την θάλασσα
κουβαλώντας τες στην αγκαλιά του
και παρά το βάρος των βρεγμένων τους κορμιών
παρά την κούραση του
να τις αφήνει όσο πιο απαλά μπορεί
πάνω στα ξύλινα τραπέζια των μπαρ
σαν να μην θέλει να τις ξυπνήσει με κάποια απότομη κίνηση
σχεδόν σαν να μην θέλει να τις πονέσει
μην τυχόν και κάνουν μελανιές
και αρχίζουν και μιλάνε.
Ήθελε να τις αφήνει ξαπλωμένες
μπροστά στους άλλους.
Να τις αφήνει για τους άλλους
και να περιμένει καρτερικά
μπας και σκύψει κανείς να βάλει το στόμα του.
Μπορώ να τον φανταστώ
να το κάνει από πάντα αυτό.
Τα βράδια που θα έβγαινε έξω
αφού θα πλήρωνε το ποτό του
και πριν γυρίσει σπίτι
μπορώ να τον φανταστώ
να αφήνει ευλαβικά
κι από μια παύση
πάνω σε τραπέζια
και τραπεζάκια
και μπάρες.
Να τοποθετεί διακριτικά
τις ωραίες κοιμωμένες του
όχι γιατί ζητούσε ψιλά
αλλά φιλιά ζωής
που έδιναν στα παραμύθια
μπας και συμβεί ανάσταση.
Μπας και δει με τα ίδια του τα μάτια
κάποιο απ’ τα θαύματα
που διάβαζε
όταν ήτανε μικρός.
Έτσι και πάνω σε αυτό το ξύλινο τραπέζι
κορμί μισοπνιγμένο
και βαρύ
με τα νερά να στάζουν.
Την ακούμπησε
και πύκνωσε ο χρόνος.
Κι εγώ παρατηρώ το νερό
να τρέχει.
Να τρέχει μέχρι κάτω
να με πνίγει απ’ τα νύχια ως την κορφή.
Κι εσύ μες το αίμα
να χτυπάς τον μπαλτά
δυνατά
όλο και πιο δυνατά.
Να θες να την κάνεις κιμά κι αυτή.
Να την φας.
Να την χωνέψεις τακτοποιημένα
καθότι μέσα σου κάτι ουρλιάζει.
Και ντρέπεσαι.
Ντρέπεσαι πολύ
όσο την αφήνεις να υπάρχει εκεί
να κείτεται μπροστά μας
χωρίς λογική
χωρίς επιχειρήματα.
Ανήμπορη να καταλήξει.
Να βγάλει πόρισμα.
Να εξουδετερώσει
την απειλή του Χάους.
Σε παρατηρώ.
Τα μάτια σου υγραίνουν
και άλλη μια σταγόνα ιδρώτα γυαλίζει
στις ρίζες των μαλλιών σου.
◼︎
Comments
Post a Comment