ΑΗΧΟ ΑΛΦΑ
Παλιό διάσημο φωτομοντέλο φώτιζε στον διάβα του αγνώστους.
Σαν μαύρη λύκαινα προχωρούσε στιλπνή
πάνω σε γραμμές της ασφάλτου
που μόνο εκείνη διέκρινε.
Πάνθηρα την φώναζαν οι περαστικοί
έβενο οι συγγενείς της.
Απ΄ όπου περνούσε
γυρνούσε τα βλέμματα
σαν μυρωδιά βρεγμένου χώματος.
Η ίδια δεν γνώριζε
τις μαγικές ιδιότητες των άκρων της.
Ανέπνεε με μόνιμη εναγώνια προσμονή
για τα αόρατα
τα ανείπωτα
τα όσα θα ψηλάφιζε με το πέλμα της στο επόμενο βήμα.
Ερωτευμένη και περιπετειώδης
δεν καταφέρνει να ακριβολογεί συχνά.
Οι ώμοι της το πιο πλατύ της σημείο
γράφουν διαδρομές στην ιστορία του χώρου
που δεν προλαβαίνει η ίδια να αντιληφθεί.
Την ερωτεύτηκε για εκείνους τους ώμους.
Και της το είπε.
Ωστόσο εκείνη δεν μπορούσε να προφέρει το άλφα
κι έτσι η αρχή της αλφαβήτου
απ΄όπου προκύπτει το «αγαπώ»
ήταν κάτι αδίκως ακατονόμαστο.
Και κάθε φορά
την έσωζε η σχέση συγχορδιών προς τη βασική συγχορδία
ακόμα κι αν το άλφα παρέμενε άηχο.
Συνήθιζε να τζαμάρει εκείνη
σε ατονική μουσική δωματίου.
Ψάλτης αυτός.
Αοιδός απ΄ τους λίγους
ήξερε να πατάει καλά στο πεντάγραμμο
και να της αφήνει βαθιά χαραγμένα ίχνη
σε διαδρομές με άλφα
για να μην χαθεί.
Γιατί αυτός ήξερε ότι εκείνης της άρεσε να μπορεί να προφέρει
τα όσα τα πέλματα της συναντούσαν.
Ήξερε αυτός ότι της άρεσε να περπατάει ξυπόλυτη
χωρίς να ξέρει.
Αυτός ήξερε.
Ήξερε την αγαπημένη της μάρκα σοκολάτας.
Και ενώ όλοι τριγύρω την έλεγαν πάνθηρα
αυτός την έβλεπε σαν πασχαλίτσα
που πετούσε από ακροδάχτυλο σε ακροδάχτυλο.
Την έβλεπε κόκκινη στρογγυλή με βούλες.
Και κάποιες φορές μπορεί και να την παρομοίαζε
με φώκια.
Ήξερε ότι της άρεσαν οι φώκιες
για λόγους που είχαν συζητήσει ένα τυχαίο βράδυ σε κάποιο τυχαίο πεζούλι
και πως αυτό ήταν το καινούργιο της αγαπημένο ζώο
πάντα μετά την πασχαλίτσα.
Την βοηθούσε να μπορέσει να προφέρει το άλφα
το άηχο.
Την βοηθούσε παραπάνω απ’ όσο του το ζητούσε.
Την βοηθούσε αυτός γιατί του άρεσε στα κρυφά
ακόμα κι αν εκείνη το είχε καταλάβει.
ακόμα κι αν δεν της το είχε πει ποτέ
ακόμα κι αν δεν πρόκειται να της το πει ποτέ
εκείνη το ήξερε.
Όπως ήξερε πως κάποια στιγμή θα της το έλεγε ίσως.
Ίσως.
Και με τον τρόπο του.
Τραγουδώντας ίσως.
Ανυπόμονη γαζέλα αυτή
δεν κρατιόταν.
Έκανε προσπάθεια
να αφήνει τον καιρό να παίρνει τον χρόνο του
και να τον βλέπει
τον γλυκό της ραψωδό
τον αγαπημένο της ψάλτη
να χτίζει μόνος του
κάστρα στην άμμο
που κάποια στιγμή ανυπομονούσε να τα τσαλαπατήσει
με πολύ χαρά και μπρίο και χωρίς κανέναν δισταγμό πλέον.
Δεν το έκανε μέχρι στιγμής
για να τον ευχαριστεί.
Γιατί ήξερε ότι εκείνος
ευχαριστιόταν να παίρνει χρόνο
παραπάνω χρόνο απ’ ότι εκείνη άντεχε.
Υπόμενε όμως.
Εκείνη.
Υπόμενε την ώρα και τη στιγμή
σαν φώκια που υπομένει
τα τραγούδια της θάλασσας
και των υπόλοιπων υδρόβιων πλασμάτων
που της ψιθύριζαν
να παραμένει όρθια
με τα δυο της πέλματα
στον πάτο του βυθού
όσο δύσκολο κι αν της ήταν
να αντιστέκεται στο κύμα
καθώς μονίμως και ταχέως ερωτευμένη
καθώς ίσα που την προλάβαινες.
Γιατί εκείνη
ήταν από εκείνες
που δεν στέκονταν για πολύ
σε ένα σημείο
και γιατί δεν μπορούσε ακόμα να προφέρει το άλφα.
Μες το ανυπόμονο της
τα κάστρα από άμμο
της φαίνονταν
σχεδόν ανώφελα
σχεδόν μη πραγματικά.
Πίστευε στα παραμύθια.
Πίστευε πολύ
αλλά όχι με υπομονετικό τρόπο.
*
Comments
Post a Comment