ΓΝΩΣΤΗ ΠΑΡΟΙΜΙΑ
Ήταν ένα απ΄ τα
λυγερά κορμιά
Αυτός
τα ίσια
τα σαν σπαθί.
Ήταν ένα απ΄ τα
χαμογελαστά πρόσωπα
Εκείνη
τα καλοπροαίρετα
τα με ποιητικό αίτιο.
Συναντήθηκαν
μια Κυριακή του Γενάρη.
Εκείνη
αγαπούσε τη Σκάρλετ Ο’Χάρα.
Αυτός
λάτρευε τον Πελέ.
Καμία σύνδεση στα ενδιάμεσα.
Εκείνη
είχε ένα μαύρο λαμπραντόρ.
Αυτός
ένα μπλε παπάκι.
Κι έτσι
ερωτεύτηκαν
Εκείνη
και
Αυτός
σε μια θέα της Αττικής
ένα απόγευμα
στη μέση ενός αποκλεισμένου χειμώνα.
Εκείνη
ξάπλωνε στην ψηλότερη οροσειρά της γης
κι όταν έσβηνε το φως στο κομοδίνο
έκανε ταξίδια με το νου
σε μέρη που αρχίζουν από σίγμα.
Αυτός
έμενε καθισμένος στη δερμάτινη σέλα
κι έβλεπε όλα όσα περνούσαν από μπροστά
σαν ταινία εποχής.
Του άρεσαν οι σούπερ ήρωες
και οι ιστορίες χωρίς τέλος.
Εκείνη
τα πρωινά
διάβαζε Μαλβίνα Κάραλη
με τον καφέ και το τοστ
στα κρυφά
μη φανεί απεγνωσμένη.
Διάβαζε ανυπόμονα
βουλιμικά
τρώγοντας χωρίς να το θέλει
και λίγη απ’ την χαρτοπετσέτα
που είχε κολλήσει στο ζεστό τυρί
που χυνόταν απ’ τις άκρες.
Αυτός
τα πρωινά
διάβαζε την κεντρική σελίδα δημοσιεύσεων
στο φέισμπουκ
με τον καφέ και την αλειμμένη φρυγανιά
στα κρυφά
μη φανεί απεγνωσμένος.
Διάβαζε γρήγορα
αδιάφορα
πιέζοντας με τον δείκτη προς τα κάτω
βάζοντας δικούς του υπότιτλους στις εικόνες
της Μάρας της Σάρας
και του κακού συναπαντήματος.
Και οι δυο
βούρτσιζαν τα δόντια τους
με μανία
σαν να ήθελαν
να βγάλουν όλη την τερηδόνα
που τους είχε αφήσει
η χρόνια σιωπή
η χρόνια απώλεια
η χρόνια δίψα
μιας ζωής που τους ξεγλιστρούσε
μιας ζωής που κάθε πρωί
έπεφτε στον νιπτήρα
σαν περισσευούμενη οδοντόπαστα
και που αντίκριζαν
με βρεγμένα πρόσωπα
αναγκαστικά κάθε πρωί
στον καθρέφτη του μπάνιου.
Έμεναν και οι δυο μόνοι
σε δυάρι της Κυψέλης
διαμπερές
με παλιά κουφώματα
κεντρική θέρμανση
και χαμηλά κοινόχρηστα.
Εκείνη είχε τρία φυτά.
Έναν πόθο
μια γλώσσα πεθεράς
και μια φραγκοσυκιά
που προσπαθούσε να κρατήσει ζωντανή
γιατί της θύμιζε το καλοκαίρι στο νησί.
Αυτός είχε περιστέρια
πολλά περιστέρια
που περιφέρονταν σε ευθείες
μπρος πίσω
στο στενό μπαλκόνι
του δωματίου με την τηλεόραση και τον καναπέ απ΄τα ικέα.
Δεν του άρεσαν τα κεριά
αλλά πού και πού
όταν είχε κέφια
άναβε κάτι ρεσώ που είχε εύκαιρα
στο ράφι πάνω απ’ το καλοριφέρ.
Ήταν και οι δυο μόνοι
Εκείνη
και
Αυτός.
Πιο μόνοι απ΄όσο ήθελαν να δείχνουν
αλλά δεν το ‘λεγαν.
Τουλάχιστον με λόγια
δεν το ‘λεγαν.
Μόνο έγνεφαν μηχανικά
σε κάθε καλά που απαντούσαν
κι αν τους ρωτούσες ξανά
την ίδια ερώτηση μετά από ώρα
την τι κάνεις ερώτηση
σου απαντούσαν χωρίς να θυμούνται
την πρώτη τους αυτόματη απάντηση
σου απαντούσαν με περισσότερες λέξεις
και ρήματα
και παύσεις
που έμεναν ξεκρέμαστες
με αόρατα αποσιωπητικά
απ’ τα οποία μπορούσες να τους δεις
να κρέμονταν ολόκληροι
σαν από γκρεμό
που βρέθηκαν κατά λάθος
επειδή κάτι πήγε στραβά και παραπάτησαν.
Εκεί λοιπόν
σε εκείνο το σημείο
με τα χέρια γαντζωμένα
κρεμάμενοι και ανήμποροι
παλεύοντας μη τυχόν και πέσουν
στο κενό τρομακτικών λέξεων
ακριβώς εκεί ήταν που ερωτεύτηκαν
Εκείνη
και
Αυτός.
Ερωτεύτηκαν χωρίς να το ξέρουν
σαν πρωταγωνιστές βουβής ταινίας
που γυρίστηκε γι’ αυτούς
πολύ πριν γεννηθούν.
Κι ενώ ο χρόνος περνούσε
έτσι στα κρεμαστά
με Εκείνη να ποτίζει τα φυτά
κι Αυτόν να διώχνει περιστέρια
κάπου στο βάθος
σε δυο διαμερίσματα μονήρη
χωρίς σύνδεση στα ενδιάμεσα
αχνοφαίνεται η επιθυμία
των όσων δεν λέγονται
αλλά που από καρδιάς εννοούνται
με αναγνώσεις
στα κρυφά
μη και φανεί η απόγνωση
παρέα με ένα τετράποδο
και ένα δίκυκλο
που δεν μιλούν
αλλά που εννοούν από καρδιάς
τα όσα οι προστάτες τους
τρέμουν να πουν.
*
Comments
Post a Comment